Λέξη: αυλικός
Σχετικές λέξεις: αυλικός
αυλικόσ συνώνυμα, αυλικός λεξικό
Συνώνυμα: αυλικός
κόλαξ
Μεταφράσεις: αυλικός
αυλικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
courtier, a courtier, intraluminal, luminal
αυλικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cortesano, cortesana, courtier, cortesanos, cortesano de
αυλικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
höfling, Höfling, Hofmann, Höflings, Hofmanns, courtier
αυλικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
courtisan, courtier, homme de cour, courtisans
αυλικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cortigiano, courtier, cortigiana, cortigiani, di corte
αυλικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortesão, courtier, cortesã, bajulador
αυλικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoveling, courtier, hovelingen
αυλικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
льстец, царедворец, придворный, придворным, царедворцем, из придворных
αυλικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoffmann, hoff, courtier, hoffet, hoffmannen
αυλικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hovman, hovmannen, hofman, hofmannen
αυλικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hovimies, hovimiehen, hovimiehenä, hoviherra
αυλικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hofmand, hofmanden, Hofmands, courtier
αυλικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dvořan, courtier
αυλικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dworzanin, dworak, dworzaninem, dworzanina, courtier
αυλικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
udvaronc, courtier, udvaroncnak, udvaronca
αυλικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saray mensubu, courtier, saray, saraylı, nedimleri
αυλικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлесник, придворний
αυλικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oborrtar, person që bën korte, bën korte, korte, që bën korte
αυλικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придворен, царедворец, дворянин, кавалер
αυλικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыдворны, прыдворнае, прыдвоны
αυλικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õukondlane, Courtier, hoovkondlane
αυλικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dvoranin, dvorjanin, udvarač
αυλικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
courtier
αυλικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvariškis, Dworzanin, Galminieks, Adorator, Dworek
αυλικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galminieks, Courtier
αυλικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
courtier
αυλικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curtean, curtezan, un curtean
αυλικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvorjan, Dvorani
αυλικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dvoran, eunuch, komorník, komorník ich