Реагує στα ελληνικά

Μετάφραση: реагує, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβάζω, αντιδρά, θα αντιδρά
Реагує στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арештувати στα ελληνικά - συλλαμβάνω, καρφί, νυχιών, των νυχιών, νύχι, καρφιών
  • аудиторія στα ελληνικά - αίθουσα, υφηγητής, ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
  • великодушний στα ελληνικά - ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
  • здивування στα ελληνικά - σύγχυση, εκπληκτικός, αποβλάκωση, εμβροντησία, αποχαύνωση, έκπληξη, έκπληξή, ...
Τυχαίες λέξεις
Реагує στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβάζω, αντιδρά, θα αντιδρά