Редагування στα ελληνικά
Μετάφραση: редагування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, εκδίδω, μοντάζ, επεξεργασία, επεξεργασίας, την επεξεργασία, επιμέλεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вислизати στα ελληνικά - διαφεύγω, διαλανθάνω, γλιστρήσει έξω, γλιστρήσει από, να γλιστρήσει από, γλιστρήσει, ολισθήσει εκτός
- глобус στα ελληνικά - υφήλιος, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
- достигає στα ελληνικά - μελωδικός, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ωρίμανση, ωριμάζει
- курець στα ελληνικά - καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών
Τυχαίες λέξεις
Редагування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, μοντάζ, επεξεργασία, επεξεργασίας, την επεξεργασία, επιμέλεια
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, εκδίδω, μοντάζ, επεξεργασία, επεξεργασίας, την επεξεργασία, επιμέλεια