Λέξη: αυτί

Σχετικές λέξεις: αυτί

αυτί τυμπανο, αυτί βουίζει, αυτί ppt, αυτί της θάλασσας, αυτί βουητό, αυτί ή αφτί, αυτί ανατομία, αυτί ονειροκρίτης, αυτί βουλωμένο, αυτί στα αρχαία, πόνος στο αυτί

Συνώνυμα: αυτί

στάχυ, λοβός, λαβή, λωρί, θηλιά, τεμαχίδιο, λογαριασμός

Μεταφράσεις: αυτί

αυτί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ear, tab, the ear, ears

αυτί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oído, espiga, oreja, del oído, la oreja, oídos

αυτί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ohr, gehör, ähre, Ohr, Gehör, Ohren

αυτί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auriculaire, audition, anse, épi, oreille, l'oreille, oreilles, auditif

αυτί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orecchia, orecchio, dell'orecchio, all'orecchio, orecchie, l'orecchio

αυτί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ouvido, águia, orelha, ouvidos, da orelha, de orelha

αυτί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oor, ear, het oor, oren, gehoor

αυτί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ушко, ручка, колос, ухо, слух, дужка, початок, проушина, уха, ушей, уху

αυτί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øre, øret, ear

αυτί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ax, öra, örat, öron, hörsel

αυτί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korva, korvan, korvaan, korvalla, ear

αυτί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øre, øret, ear

αυτί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slyšení, ucho, poutko, vyslechnutí, závěs, ušní, klas, sluch, ucha, uchu, ear

αυτί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucha, kłos, słuch, ucho, ear

αυτί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ágasfa, fülecske, kopoltyú, légnyílás, kapocskarika, retesznyelv, fül, füle, fülébe, fülét, fülbe

αυτί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulak, kulaklık, kulağı, ear

αυτί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колос, дужка, насторожитись, вухо, ухо, вуха

αυτί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veshi, kalli, vesh, veshit, veshët, veshët e

αυτί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ухо, ухото, ушите, уши, на ухото

αυτί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вуха

αυτί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pähik, kõrv, kuulmine, kõrva, kõrva ääres, ear, kõrvas

αυτί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uho, uha, otorinolaringolog, uška, uhu, ear, sluh

αυτί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyra, eyrað, í eyra, og eyra, eyru

αυτί στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
auris

αυτί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ausis, klausa, ausies, ausų, ausį, ear

αυτί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārpa, auss, ausu, ear, ausī

αυτί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
увото, уво, ушни, ушите

αυτί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ureche, urechea, urechii, urechi, la ureche

αυτί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uhelj, uho, ušesa, ear, ušes, ušesu

αυτί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ucho, ucha, uši

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτί

Τυχαίες λέξεις