Ремітент στα ελληνικά
Μετάφραση: ремітент, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρετάλι, δικαιούχου, δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου πληρωμής, του δικαιούχου πληρωμής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакансія στα ελληνικά - αποφυγή, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
- далекий στα ελληνικά - απομακρυσμένος, μακριά, ακραίος, απόμακρος, πολύ, μέτρο, τώρα, ...
- дзьоб στα ελληνικά - ράμφος, το ράμφος, ράμφους, ραμφών, ακρορρίνιο
- засвідчіть στα ελληνικά - πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
Τυχαίες λέξεις
Ремітент στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρετάλι, δικαιούχου, δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου πληρωμής, του δικαιούχου πληρωμής
Μεταφράσεις: ρετάλι, δικαιούχου, δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου πληρωμής, του δικαιούχου πληρωμής