Решето στα ελληνικά
Μετάφραση: решето, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόλτα, ατραξιόν, κρησαρίζω, ιππεύω, κοσκινίζω, κόσκινο, κόσκινου, κοσκινού, κοσκίνου, ηθμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездушний στα ελληνικά - στυγνός, τυλώδης, αναίσθητος, ροζιασμένος, σκληρός, τυλώδη
- в'язанка στα ελληνικά - δέσμες, δεσμίδες, δεσμών, δεσμίδων, δέματα
- випробувальний στα ελληνικά - δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
- витонченість στα ελληνικά - ακριβολογία, επιτήδευση, εκλέπτυνση, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την εκλέπτυνση
Τυχαίες λέξεις
Решето στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόλτα, ατραξιόν, κρησαρίζω, ιππεύω, κοσκινίζω, κόσκινο, κόσκινου, κοσκινού, κοσκίνου, ηθμού
Μεταφράσεις: βόλτα, ατραξιόν, κρησαρίζω, ιππεύω, κοσκινίζω, κόσκινο, κόσκινου, κοσκινού, κοσκίνου, ηθμού