Λέξη: διαλογισμός
Σχετικές λέξεις: διαλογισμός
διαλογισμός κενού, διαλογισμός θεσσαλονίκη, διαλογισμός ταξίδι στο εδώ και τώρα, διαλογισμός ζεν, διαλογισμός αθήνα, διαλογισμός ασκήσεις, διαλογισμος βιπάσσανα, διαλογισμός ασκήσεις για αρχαριους, διαλογισμός ισχύος, διαλογισμός μαθήματα
Συνώνυμα: διαλογισμός
συλλογισμός, σκέψεις, ενατένιση, αναπόληση, θεωρία, σκέψη, πρόβλεψη
Μεταφράσεις: διαλογισμός
διαλογισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contemplation, meditation, meditation is
διαλογισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contemplación, meditación, la contemplación, contemplar
διαλογισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachdenken, nachsinnen, meditation, betrachtung, Kontemplation, Betrachtung, Besinnung, Nachdenken, Anschauung
διαλογισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recueillement, méditation, contemplation, la contemplation, de contemplation, contempler
διαλογισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meditazione, contemplazione, la contemplazione, contemplation, di contemplazione, contemplare
διαλογισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contemplação, contemplation, a contemplação, da contemplação, de contemplação
διαλογισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overpeinzing, beschouwing, contemplatie, contemplation, bezinning
διαλογισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соображение, раздумье, созерцание, предположение, умствование, ожидание, размышление, рассуждение, рассмотрение, изучение, созерцания, созерцанием, размышления
διαλογισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betraktning, ettertanke, tanke, kontemplasjon, forutsett, meditasjon
διαλογισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begrundande, kontemplation, betraktandet, eftertanke, kontemplationen
διαλογισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastelu, miettiminen, mietiskelyn, mietiskely, pohdiskeluun, mietiskelyyn
διαλογισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordybelse, kontemplation, overvejelse, Betragtningen, contemplation
διαλογισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hloubání, rozjímání, pozorování, kontemplace, úvaha, meditace, kontemplaci, uvažování, záměr
διαλογισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontemplacja, kontemplowanie, rozmyślanie, kontemplacji, kontemplacją, kontemplację, rozważanie
διαλογισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szándékolás, elmélkedés, szemlélődés, szemlélődést, kontempláció, a szemlélődés
διαλογισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, tefekkür, contemplation, seyretme, düşüncelere
διαλογισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
споглядання, припущення, сподівання, розгляд
διαλογισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
soditje, meditim, soditja, Meditimi, meditimit
διαλογισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размишление, съзерцаване, съзерцание, размисъл, съзерцанието
διαλογισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сузіранне, сузіраньне, кантэмпляцыі, кантэмпляцыя, агляданне
διαλογισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaatlus, mõtisklus, kaemus, mõtiskelu, mõtisklemist, kontemplatsioon
διαλογισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razmišljanje, kontemplacija, kontemplacije, kontemplaciji, motrenje
διαλογισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
íhugun, trútt
διαλογισμός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
contemplatio
διαλογισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kontempliacija, apmąstymas, kontempliavimas, kontempliacijos, contemplation
διαλογισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontemplācija, apcere, pārdomas, pārdomām, nodoms
διαλογισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
контемплација, созерцание, созерцанието, размислување, размислувањето
διαλογισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contemplare, contemplarea, contemplație, contemplației, contemplării
διαλογισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kontemplacija, kontemplacijo, kontemplacije, razmišljanjem, preudarjanje
διαλογισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozjímaní, rozjímanie, rozjímania, rozjímaniu, rozjímání
Στατιστικά δημοτικότητας: διαλογισμός
Τυχαίες λέξεις