Ринковий στα ελληνικά
Μετάφραση: ринковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφήμιση, εμπορικός, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- активи στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικό
- арфіст στα ελληνικά - αρπιστής, αρπιστή, αρπίστας, αρπίστα, αρπίστρια
- гігієна στα ελληνικά - υγιεινή, υγιεινής, την υγιεινή, υγιεινή των, της υγιεινής
- коренистий στα ελληνικά - ρίζα, ριζώδης, Rooty, με πολλές ρίζες
Τυχαίες λέξεις
Ринковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφήμιση, εμπορικός, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
Μεταφράσεις: διαφήμιση, εμπορικός, αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά