Роди στα ελληνικά

Μετάφραση: роди, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοση, παραλαβή, τοκετός, γέννα, τοκετό, τοκετού, τον τοκετό
Роди στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анахронізм στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
  • віденець στα ελληνικά - Βιεννέζος, βιενέζικο, βιεννέζικο, βιεννέζικη, βιενέζικη
  • давальний στα ελληνικά - δοτικός, δοτική πτώση, δοτική, δοτικής, ημιπολικών
  • кайзер στα ελληνικά - ειδωλοσκόπιο, κάιζερ, Kaiser, η Kaiser, την Kaiser, αυτοκράτορας
Τυχαίες λέξεις
Роди στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοση, παραλαβή, τοκετός, γέννα, τοκετό, τοκετού, τον τοκετό