Родючий στα ελληνικά

Μετάφραση: родючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόθος, καρποφόρος, παραγωγικός, ανοιχτοχέρης, πλούτη, γενναιόδωρος, γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο
Родючий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акорд στα ελληνικά - συγχορδία, χορδή, χορδής, χορδών, απήχηση
  • артеріальний στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
  • виліковний στα ελληνικά - θεραπεύσιμος, ιάσιμη, σκληρυνόμενη, σκληρυνόμενο, σκληρυνόμενες
  • капітан στα ελληνικά - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
Τυχαίες λέξεις
Родючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόθος, καρποφόρος, παραγωγικός, ανοιχτοχέρης, πλούτη, γενναιόδωρος, γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο