Ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим
Ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα ουκρανικά - відкривати, відкритий, відкриття, відчинити, відкритим, відкритих, відкритими, ...
  • ανοιχτά στα ουκρανικά - відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита
  • ανοιχτός στα ουκρανικά - відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, ...
  • ανοξείδωτος στα ουκρανικά - бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим