Καρποφόρος στα ουκρανικά

Μετάφραση: καρποφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родючий, результативний, плодючий, плідний, плідну, плідна
Καρποφόρος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρποφόρος

καρποφόρος συνώνυμα, καρποφόρος συνώνυμο, καρποφόρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καρποφόρος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καρπαζιά στα ουκρανικά - дурень, домішка, озиватися, ковток, латка, уподобання, клацати, ...
  • καρπαζώνω στα ουκρανικά - дурень, латка, ляпас
  • καρπός στα ουκρανικά - фрукти, фрукт, наслідок, плід
  • καρτέρι στα ουκρανικά - засада, засідка, пастка, ловушка
Τυχαίες λέξεις
Καρποφόρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: родючий, результативний, плодючий, плідний, плідну, плідна