Розвантажувати στα ελληνικά
Μετάφραση: розвантажувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφορτώνομαι, ρίχνω, πετώ, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
Μεταφράσεις
- вагу στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- камилавка στα ελληνικά - kamilavka
- купчити στα ελληνικά - συσσωρεύω, να είναι στην επιχείρηση, είναι στην επιχείρηση, είναι σε επιχειρηματική, είστε στην επιχείρηση, ήταν στην επιχείρηση
- манікюрниці στα ελληνικά - μανικιουρίστες, χειροκόμου, μανικιουρίστριες, δραστηριοτήτων ποδοκόμου, ποδοκόμου
Τυχαίες λέξεις
Розвантажувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφορτώνομαι, ρίχνω, πετώ, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
Μεταφράσεις: ξεφορτώνομαι, ρίχνω, πετώ, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση