Розвідувати στα ελληνικά

Μετάφραση: розвідувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Розвідувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доповісти στα ελληνικά - έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
  • доцентровий στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
  • запій στα ελληνικά - τη συνεχή κατανάλωση, συνεχή κατανάλωση
  • маревної στα ελληνικά - τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Τυχαίες λέξεις
Розвідувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε