Розморювати στα ελληνικά
Μετάφραση: розморювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατροφία, rozmoryuvaty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блокувати στα ελληνικά - φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
- винайдення στα ελληνικά - εφεύρεση, αντίληψη, τέχνασμα, ιδέα, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, ...
- зашелестіти στα ελληνικά - θρόισμα, zashelestity
- магічний στα ελληνικά - μαγεία, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
Τυχαίες λέξεις
Розморювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατροφία, rozmoryuvaty
Μεταφράσεις: ατροφία, rozmoryuvaty