Розслідування στα ελληνικά

Μετάφραση: розслідування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκριτος, έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης
Розслідування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездіяльний στα ελληνικά - κενός, παράκαιρος, λιμνάζων, βαρύς, άδειος, μουδιασμένος, παθητικός, ...
  • виникнення στα ελληνικά - εξέγερση, γένεση, εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
  • діалектик στα ελληνικά - διαλεκτική, διαλεκτικής, διαλεκτικό, η διαλεκτική, τη διαλεκτική
  • загоювання στα ελληνικά - επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Τυχαίες λέξεις
Розслідування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκριτος, έρευνα, έρευνας, διερεύνηση, της έρευνας, διερεύνησης