Розтягнути στα ελληνικά
Μετάφραση: розтягнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απλώνομαι, τεντώνω, απλωσιά, εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вставка στα ελληνικά - εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, εισαγωγή, τοποθετήσετε
- гудіти στα ελληνικά - βουίζω, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
- звідники στα ελληνικά - καρφίτσα, γόμφος, νταβατζήδες, προαγωγούς, μαστροπούς, μαστροπών, μαστροποί
- здороватися στα ελληνικά - χαιρετώ, χαιρετίζω, zdorovatysya
Τυχαίες λέξεις
Розтягнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απλώνομαι, τεντώνω, απλωσιά, εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: απλώνομαι, τεντώνω, απλωσιά, εκτείνομαι, τεντώνομαι, τεζάρω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση