Розфасовувати στα ελληνικά

Μετάφραση: розфасовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεία, βορά, rozfasovuvaty
Розфасовувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автор στα ελληνικά - συγγραφέας, δημιουργός, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
  • аспект στα ελληνικά - χροιά, θωριά, διάσταση, όψη, άποψη, πλευρά, πτυχή, ...
  • вібрація στα ελληνικά - κραδασμός, δόνηση, κραδασμούς, κραδασμών, δόνησης, δονήσεις
  • гуманітарний στα ελληνικά - επιεικής, ακαδημαϊκός, ανθρωπιστικός, ανθρωπιστική, ανθρωπιστικής, ανθρωπιστικών, ανθρωπιστικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Розфасовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεία, βορά, rozfasovuvaty