Λέξη: καρφίτσα

Σχετικές λέξεις: καρφίτσα

καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα από ύφασμα, καρφίτσα της μελίνας μερκούρη, καρφίτσα πέτου, καρφίτσα γραβάτας, καρφίτσα στα γαλλικά

Συνώνυμα: καρφίτσα

καρφίο, καρφάκι, πόρπη, καρφίτσα κόσμημα, κόπτσα, κουμπί, σφίξιμο, σουβλί

Μεταφράσεις: καρφίτσα

καρφίτσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pin, brooch, clasp, brooch pin

καρφίτσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
broche, clavija, alfiler, clavar, broche de, la broche, broche del, de la broche

καρφίτσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belegnagel, stecknadel, heften, brosche, schraubendrehereinsatz, kegel, zapfen, stift, anheften, nadel, bolzen, Brosche, brooch

καρφίτσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épingle, assujettir, pointe, broche, goupille, cheville, borne, fiche, aiguille, boulon, fixer, piquet, agrafe, tampon, pivot, épingler, broche en, broche de, broches, brooch

καρφίτσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spilla, spillo, perno, brooch, spilla di, del brooch, spilla in

καρφίτσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pilotar, pino, alfinete, piloto, broche, broche de, brooch, broche broche

καρφίτσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kegel, borstspeld, naald, speld, broche

καρφίτσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кнопка, дюбель, заколка, брошь, прикалывать, скалка, перекалывать, пригвождать, шейка, кегля, приколоть, цапфа, подковырка, шкворень, пробойник, скалывать, Броши, Brooch, брошка, фибула

καρφίτσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brosje, nål, stift, knappenål, bolt

καρφίτσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brosch, stift, nål

καρφίτσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rintaneula, nuppineula, vaarna, rintamerkki, rintakoru, piikki, telki, neula

καρφίτσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
broche

καρφίτσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolíček, jehlice, jehla, připnout, hrot, sponka, stanovit, brož, spínadlo, čep, připevnit, špendlík, sepnout, závlačka, kolík, vlásenka, brooch, Brože, broží, spona

καρφίτσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przygwoździć, sztyft, przypiąć, spinka, przyczepiać, przymocować, szpila, pinezka, bolec, zawlekać, przyczepić, odznaka, igła, kołek, szpilka, broszka, brooch, broszki, Fibula, broszkę

καρφίτσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pecek, bross, melltűt, kitűző, melltű, brossal

καρφίτσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iğne, topluiğne, broş, brooch

καρφίτσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брошка, звідники, брошку, Брошь

καρφίτσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karficë, karficë zbukurimi

καρφίτσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хубавка, брошка, Брошки, брошката

καρφίτσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпiлька, брошка, брошку

καρφίτσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõel, kodar, seljatama, sõlg, pross, prossi, rinnanõel, sõle

καρφίτσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
broš, ključ, nakit, pribadača, čioda

καρφίτσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brjóstnál, brooch, brjóstnælu

καρφίτσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smeigtukas, sagė, segtukas, sagės, segė, sagę, sag

καρφίτσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakta, spraudīte, piespraude, kniepadata, broša, piespraudes, saktu, saktas

καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брош, брошка

καρφίτσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
broşă, broșă, brosa, brosa de, broșa, broșe

καρφίτσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolík, broška, broško, fibula, brooch

καρφίτσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolík, špendlík, brošňa, Brož, brošne, brošňu
Τυχαίες λέξεις