Розширювати στα ελληνικά
Μετάφραση: розширювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, εκτείνομαι, εκτείνω, ενισχύω, κλιμακώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вожак στα ελληνικά - κόκορας, πετεινός, πρωτεργάτη, επικεφαλής, ηγετικό, επί κεφαλής, ηγετικό ρόλο
- директорія στα ελληνικά - Κατάλογος, ευρετηρίου, Directory, Κατάλογο, Ευρετήριο
- захвалений στα ελληνικά - δέσμιος, αιχμάλωτος, σύλληψης, της δέσμευσης, δέσμευσης, αλίευσης, συλλήψεως
- захисти στα ελληνικά - μνησίκακος, προστατευτικός, εκδικητικός, προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, ...
Τυχαίες λέξεις
Розширювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνομαι, εκτείνω, ενισχύω, κλιμακώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνομαι, εκτείνω, ενισχύω, κλιμακώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί