Εκτείνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розширювати, простиратися, розширяти, домішками, розпростертий, розлогий
Εκτείνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτείνω

εκτείνω ορισμός, εκτείνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκτείνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκταφή στα ουκρανικά - ексгумація, ексгумацію
  • εκτείνομαι στα ουκρανικά - простиратися, домішками, сягати, розтягати, розширяти, розширювати, спрямування, ...
  • εκτελώ στα ουκρανικά - виступити, представляти, робити, виконайте, страчувати, стратити, являти, ...
  • εκτεταμένα στα ουκρανικά - широко-широко, докладно, широко
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розширювати, простиратися, розширяти, домішками, розпростертий, розлогий