Рослинний στα ελληνικά
Μετάφραση: рослинний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουλουδάτος, λουλουδένιος, χορτοφάγος, λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
Μεταφράσεις
- голодуючий στα ελληνικά - πεινασμένος, πεθαίνουν από την πείνα, λιμοκτονούν, που λιμοκτονούν, πεινασμένους, λιμοκτονεί
- королівський στα ελληνικά - ηγεμονικός, βασιλικός, Royal, βασιλικό, βασιλική, βασιλικής
- майте στα ελληνικά - έχω, έχε, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
- методичний στα ελληνικά - μεθοδικός, μεθοδική, μεθοδικό, μεθοδικής, μεθοδικά
Τυχαίες λέξεις
Рослинний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουλουδάτος, λουλουδένιος, χορτοφάγος, λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
Μεταφράσεις: λουλουδάτος, λουλουδένιος, χορτοφάγος, λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό