Ручитись στα ελληνικά
Μετάφραση: ручитись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγός, χορηγώ, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дисциплінарний στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- заявіть στα ελληνικά - υποστηρίζω, διεκδικώ, δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
- лютої στα ελληνικά - ολέθριος, θλιβερός, απελπισμένος, άγριος, άγρια, έντονος, άγριο, ...
- мандрівний στα ελληνικά - περιπλάνηση, περιπλάνησης, περιπλάνησή, περιπλανήσεις, την περιπλάνηση
Τυχαίες λέξεις
Ручитись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγός, χορηγώ, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν
Μεταφράσεις: χορηγός, χορηγώ, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν