Λέξη: φορτίο

Σχετικές λέξεις: φορτίο

φορτίο πλάκασ, φορτίο χύδην, φορτίο ηλεκτρονίου, φορτίο χιονιού, φορτίο τοιχοποιίας, φορτίο πρωτονίου, φορτίο ανεμου, φορτίο 200, φορτίο q, φορτίο 200 (α τηλεοπτική μετάδοση) - απαγορευμένη ζώνη

Συνώνυμα: φορτίο

οδόντωμα, προεξοχή, φόρτιση, φόρτος, φόρτωμα, γόμωση όπλου, βάρος, φορτίο πλοίου, φορτίο αεροπλάνου, φόρτωση, ναύλος, ναύλωση, μέσο μεταφοράς, αποστολή

Μεταφράσεις: φορτίο

φορτίο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burden, load, cargo, shipment, freight

φορτίο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carga, cargar, gravamen, de carga, la carga, carga de, cargas

φορτίο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürde, belastung, kern, refrain, kehrreim, belasten, schwerpunkt, Last, Belastung

φορτίο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appesantissement, alourdissons, fardeau, alourdissez, alourdissent, charge, alourdis, accablement, accabler, alourdir, la charge, chargement, de charge, charges

φορτίο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gravare, addossare, onere, carica, aggravio, fardello, soma, carico, di carico, del carico, carico di, il carico

φορτίο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carregar, carga, de carga, carga de, carregamento, da carga

φορτίο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
last, inladen, vracht, lading, laden, belasting, load

φορτίο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бремя, тяжесть, тягость, лейтмотив, ярмо, нагружать, отягощать, отягчать, рефрен, груз, тема, обременить, ноша, припев, обременять, грузоподъемность, нагрузка, нагрузки, нагрузку, загрузка

φορτίο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byrde, belastning, last, load, lasten, belastningen

φορτίο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
börda, last, refräng, belastning, lasten, belastningen

φορτίο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sälyttää, taakka, rasitus, kuorma, lasti, kuormitus, kuorman, kuormituksen, kuormaa

φορτίο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load

φορτίο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zatěžovat, obtížit, zatížení, břemeno, náklad, naložit, tíže, zátěž, zatížit, load, zátěže

φορτίο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obładować, refren, uciemiężać, obarczyć, ciężar, brzemię, obciążyć, obciążenie, zadłużyć, ładunek, obciążenia

φορτίο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terhelés, terhelési, terhelést, rakomány, teher

φορτίο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yük, yüklemek, yükü, yükleme, yükün

φορτίο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вага, тягарі, тягар, приспів, навантаження, нагрузка

φορτίο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngarkesë, ngarkesës, load, të ngarkesës, e ngarkesës

φορτίο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натоварване, товар, товара, натоварването, на натоварването

φορτίο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нагрузка

φορτίο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koorem, koormama, koormus, koormuse, koormust, lasti, koorma

φορτίο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opteretiti, punjenje, opterećenje, opterećenja, teret, učitavanja, učitavanje

φορτίο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlaða, álag, álagi, álagið, hleðslutíma

φορτίο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gravo, onus, onero

φορτίο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apkrova, apkrovos, krovinys, apkrovą, krūvis

φορτίο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slogs, nasta, slodze, slodzes, kravas, slodzi, krava

φορτίο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оптоварување, товар, товарот, оптоварувањето, товарниот

φορτίο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
povară, sarcină, încărcare, de încărcare, de sarcină, sarcinii

φορτίο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obremenitev, obremenitve, tovor, obremenitvi, tovora

φορτίο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaťaženie, zaťaženia, zaťažení, zaťaženiu, záťaž

Στατιστικά δημοτικότητας: φορτίο

Τυχαίες λέξεις