Рядовий στα ελληνικά

Μετάφραση: рядовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνήθους
Рядовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багатомовність στα ελληνικά - πολυγλωσσία, πολυγλωσσίας, την πολυγλωσσία, της πολυγλωσσίας, η πολυγλωσσία
  • вогнегасник στα ελληνικά - χειροβομβίδα, πυροσβεστήρας, πυροσβεστήρα, πυροσβεστικό, πυροσβέσεως, πυροσβεστήρων
  • гравіруйте στα ελληνικά - χαράζω, χαράξουμε, χαράξει, χαράξτε, χαράξω
  • жевріти στα ελληνικά - λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, υποκαίω, σιγοκαίω, σιγοκαούν, smolder, ...
Τυχαίες λέξεις
Рядовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνήθους