Рятівний στα ελληνικά
Μετάφραση: рятівний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρευνα, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- експертний στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
- колоди στα ελληνικά - κούτσουρα, κορμών, κορμούς, κορμοί, ημερολόγια
- кінематографічний στα ελληνικά - κινηματογραφικά, κινηματογραφικών, κινηματογράφου, κινηματογραφικής, κινηματογραφικό
- лінощі στα ελληνικά - νωχελής, τεμπέλης, τεμπελιά, την τεμπελιά, τεμπελιάς, οκνηρία, η τεμπελιά
Τυχαίες λέξεις
Рятівний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρευνα, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Μεταφράσεις: έρευνα, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση