Самоврядування στα ελληνικά
Μετάφραση: самоврядування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτονομία, αυτοδιοίκηση, αυτοδιοίκησης, αυτονομίας, αυτοκυβέρνησης, αυτοκυβέρνηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безперечно στα ελληνικά - διαμάχη, αναμφίβολος, ερωτηματολόγιο, αναμφισβήτητα, βέβαιος, σίγουρος, σίγουροι, ...
- вчора στα ελληνικά - ωστόσο, ακόμα, εχθές, χτες, χθες, χθεσινή, χθες το
- килим στα ελληνικά - χαλί, μοκέτα, τάπητα, ταπήτων, χαλιού, χαλιών
- кісточка στα ελληνικά - αστράγαλος, αστράγαλο, αστραγάλου, αστραγάλων, στον αστράγαλο
Τυχαίες λέξεις
Самоврядування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτονομία, αυτοδιοίκηση, αυτοδιοίκησης, αυτονομίας, αυτοκυβέρνησης, αυτοκυβέρνηση
Μεταφράσεις: αυτονομία, αυτοδιοίκηση, αυτοδιοίκησης, αυτονομίας, αυτοκυβέρνησης, αυτοκυβέρνηση