Αυτονομία στα ουκρανικά

Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автономія, законів, самоврядування, автономію
Αυτονομία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτονομία

αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυτονομία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποίηση στα ουκρανικά - автоматизація, Автоматизация, автоматизації
  • αυτοματοποιώ στα ουκρανικά - автоматизуйте, автоматизувати, Автоматизація, Автоматизация, автоматизації
  • αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά - самовпевненість, певність, довіра, упевненість, впевненість, переконання, впевненості
  • αυτοσχεδιάζω στα ουκρανικά - імпровізатор, імпровізувати
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: автономія, законів, самоврядування, автономію