Святенницький στα ελληνικά
Μετάφραση: святенницький, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτόγονος, ψευτοθεοφοβούμενος, αγιοφανής, ψευδευλαβής, θρησκοληπτικής, υποκριτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аеростат στα ελληνικά - αερόστατο, μπαλόνι, μπαλονιού, μπαλονάκι, μπαλονιών
- будяк στα ελληνικά - γαϊδουράγκαθο, Thistle, γαϊδουράγκαθου, Θιστλ, Το Thistle
- жаба στα ελληνικά - βάτραχος, βάτραχο, βατράχου, βατράχων
- кваліфікує στα ελληνικά - προκρίνομαι, πληροί τις προϋποθέσεις, πιστοποιείται, χαρακτηρίζεται ENERGY STAR, χαρακτηρίζεται ENERGY, συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της
Τυχαίες λέξεις
Святенницький στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, ψευτοθεοφοβούμενος, αγιοφανής, ψευδευλαβής, θρησκοληπτικής, υποκριτική
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, ψευτοθεοφοβούμενος, αγιοφανής, ψευδευλαβής, θρησκοληπτικής, υποκριτική