Слинити στα ελληνικά

Μετάφραση: слинити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, slynyty
Слинити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безпорадний στα ελληνικά - αβοήθητος, ανήμπορος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
  • вкрай στα ελληνικά - κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά
  • зонди στα ελληνικά - εμβάθυνση, ανιχνευτές, ανιχνευτών, ιχνηλάτες, διερευνητές, καθετήρες
  • маяки στα ελληνικά - φωτισμός, Φάροι, φάρων, φάρους, οι φάροι, των φάρων
Τυχαίες λέξεις
Слинити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, slynyty