Σαλιαρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: σαλιαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлизуватися, слинити, слинь, работоргівець, нести, нестиме, нестимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιαρίζω
σαλιαρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σαλιαρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σαλεύω στα ουκρανικά - коливатися, трясти, рухомий, пересувний, схвилюватися, тріщина, спонукуваний, ...
- σαλιάζω στα ουκρανικά - слюні, слину, слюни, слинь, слина
- σαλιγκάρι στα ουκρανικά - слимак, равлик, улитка, трубка
- σαλόνι στα ουκρανικά - луїдор, салон
Τυχαίες λέξεις
Σαλιαρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підлизуватися, слинити, слинь, работоргівець, нести, нестиме, нестимуть
Μεταφράσεις: підлизуватися, слинити, слинь, работоргівець, нести, нестиме, нестимуть