Случатися στα ελληνικά

Μετάφραση: случатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, γίνομαι, sluchatysya
Случатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балки στα ελληνικά - σκέρτσο, αστείο, ακτίνα, δοκός, δέσμη, δέσμης, δοκού
  • горжетка στα ελληνικά - βοάς, γούνα του λαιμού, Boa, Μπόα, Μποα
  • димити στα ελληνικά - καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
  • знати στα ελληνικά - αξιοπρέπεια, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε
Τυχαίες λέξεις
Случатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, γίνομαι, sluchatysya