Γίνομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
траплятися, стають, случатися, годитися, стати, ставати, стає, ставатиме, ставатимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γίνομαι
γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γίνομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γίγαντας στα ουκρανικά - величезний, гігант, велетень, гігантський, гигант, гіганта
- γίδα στα ουκρανικά - козел, цап, козеріг, цапе, коза, худобу, козла
- γαζέλα στα ουκρανικά - газель
- γαλάζιος στα ουκρανικά - бірюзовий, блакитний, бірюза, синій, синий
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: траплятися, стають, случатися, годитися, стати, ставати, стає, ставатиме, ставатимуть
Μεταφράσεις: траплятися, стають, случатися, годитися, стати, ставати, стає, ставатиме, ставатимуть