Слідування στα ελληνικά

Μετάφραση: слідування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολούθηση, οπαδοί, ακολουθία, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Слідування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ворожка στα ελληνικά - μάντισσα, μάντης, μέντιουμ, μάντη
  • горностай στα ελληνικά - ερμίνα, ερμίνας, ερμελίνειος, ερμίνα γούνα, ικτίς
  • заголовок στα ελληνικά - λεζάντα, υπόδειξη, επικεφαλίδα, τίτλος, πορεία, τίτλου, του τίτλου, ...
  • збентежувати στα ελληνικά - αγωνία, καημός, ατυχία, συναγερμός, θλίψη, τρόμος, ανησυχία, ...
Τυχαίες λέξεις
Слідування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολούθηση, οπαδοί, ακολουθία, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε