Сортувати στα ελληνικά
Μετάφραση: сортувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερούλι, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, συναναστρέφομαι, είδος, τακτοποιώ, βαθμολογώ, τύπος, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- випарюватися στα ελληνικά - εξατμίζομαι, vyparyuvatysya
- грудна στα ελληνικά - στήθος, στο στήθος, θώρακα, το στήθος, θωρακικό
- гіпнотизер στα ελληνικά - χειριστής, υπνωτιστής, hypnotist, υπνωτιστή
- електрифікуйте στα ελληνικά - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, elektryfikuyte
Τυχαίες λέξεις
Сортувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερούλι, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, συναναστρέφομαι, είδος, τακτοποιώ, βαθμολογώ, τύπος, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Μεταφράσεις: χερούλι, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, συναναστρέφομαι, είδος, τακτοποιώ, βαθμολογώ, τύπος, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης