Спостерігач στα ελληνικά

Μετάφραση: спостерігач, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
Спостерігач στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випряміться στα ελληνικά - vypryamitsya
  • демонтуйте στα ελληνικά - Κατάργηση, Αφαίρεση, Αφαιρέστε, αφαιρέσετε, Βγάλτε
  • задовгий στα ελληνικά - κάτισχνος, πάρα πολύ καιρό, πολύ καιρό, πολύ μεγάλη, πολύ μεγάλο, μεγάλο χρονικό διάστημα
  • звичний στα ελληνικά - συμβατικός, συνηθισμένος, ρουτίνα, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Спостерігач στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή