Спотикатися στα ελληνικά
Μετάφραση: спотикатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρικλίζω, σκουντουφλώ, παραπατώ, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας
Μεταφράσεις
- абрикоса στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
- безрозсудність στα ελληνικά - παραλογισμού, παράλογο, παραλογισμός, μη λογική, παράλογου
- кровопускання στα ελληνικά - φλεβοτομία, φλεβοτομή, φλεβοπαρακέντηση, φλεβοτομής, τη φλεβοπαρακέντηση
- материнство στα ελληνικά - μητρότητα, μητρότητας, τη μητρότητα, της μητρότητας, η μητρότητα
Τυχαίες λέξεις
Спотикатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρικλίζω, σκουντουφλώ, παραπατώ, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας
Μεταφράσεις: τρικλίζω, σκουντουφλώ, παραπατώ, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, παραπατώντας