Τρικλίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τρικλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спотикатися, спотикання, хитання, спотикнутися, помилятися, волочити, волокти, тягнути, тягти, волочить
Τρικλίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρικλίζω

τρικλίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρικλίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τριζόνι στα ουκρανικά - крикет, крокують
  • τρικ στα ουκρανικά - фокус, слабий, хитрість, хитрощі, слабкий, омана, трюк
  • τρικυμία στα ουκρανικά - штурм, буря, штурмувати, бурячи, бушувати, бура, громовиця, ...
  • τριπλασιάζω στα ουκρανικά - потрійний, потрійної, потрійною, потрійній, потрійного
Τυχαίες λέξεις
Τρικλίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спотикатися, спотикання, хитання, спотикнутися, помилятися, волочити, волокти, тягнути, тягти, волочить