Спрацювання στα ελληνικά
Μετάφραση: спрацювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριβή, φθορά, απόξεση, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις
- жадібність στα ελληνικά - αρπακτικότητα, βιασμός, κράμβη, βουλιμία, απληστία, πλεονεξία, την απληστία, ...
- зношеність στα ελληνικά - αθλιότητα, πενιχρότητα, πενιχρότης
- кавалерист στα ελληνικά - ιππέας, ιππέα, καβαλάρης, καβαλάρη, ιππείς
- метушня στα ελληνικά - φασαρία, ματαιοδοξία, παραζάλη, ταραχή, αναστάτωση, κενοδοξία, φιλαυτία, ...
Τυχαίες λέξεις
Спрацювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριβή, φθορά, απόξεση, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: τριβή, φθορά, απόξεση, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν