Αμυχή στα ουκρανικά

Μετάφραση: αμυχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позначка, розчісування, розчісувати, зношування, ритись, зношення, спрацювання, знос, садно, скарифікація
Αμυχή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμυχή

αμυχή λεξικο, αμυχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμυχή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αμυδρός στα ουκρανικά - незначний, невловимий, слабшати, неясний, тьмяний, млявий, невиразний, ...
  • αμυντικός στα ουκρανικά - захисний, оборонний
  • αμφίβιο στα ουκρανικά - амфібія, літак-амфібія, амфибия
  • αμφίβιος στα ουκρανικά - земноводний, десантний
Τυχαίες λέξεις
Αμυχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: позначка, розчісування, розчісувати, зношування, ритись, зношення, спрацювання, знос, садно, скарифікація