Спростовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: спростовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιλέγω, αντιφάσκω, παραποιώ, διαψεύδω, κουρέλι, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батьковбивця στα ελληνικά - πατροκτονία, η πατροκτονία, την πατροκτονία, πατροκτονίας, πατροκτόνος
- відкривати στα ελληνικά - ξεκουμπώνω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτός, ανοιχτό, ...
- відмичка στα ελληνικά - jimmy, Τζίμι, Ο Jimmy, τον Jimmy, του Jimmy
- вічний στα ελληνικά - ενδελεχής, παντοτινός, αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
Τυχαίες λέξεις
Спростовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιλέγω, αντιφάσκω, παραποιώ, διαψεύδω, κουρέλι, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν
Μεταφράσεις: αντιλέγω, αντιφάσκω, παραποιώ, διαψεύδω, κουρέλι, ανασκευάζω, αντικρούσει, διαψεύδουν, διαψεύσει, αντίκρουση, αντικρούουν