Співтовариство στα ελληνικά
Μετάφραση: співтовариство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίκτυο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, κοινοτική, κοινοτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- витиснення στα ελληνικά - εκτόπισμα, μετατόπιση, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
- вулканічний στα ελληνικά - ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό
- запор στα ελληνικά - δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα
- мандрування στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
Τυχαίες λέξεις
Співтовариство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίκτυο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, κοινοτική, κοινοτικού
Μεταφράσεις: δίκτυο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, κοινοτική, κοινοτικού