Стосовно στα ελληνικά

Μετάφραση: стосовно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπου, για, περί, σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά
Стосовно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борошна στα ελληνικά - αλεύρι, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
  • васальний στα ελληνικά - άρχων, προθυμώς, άρχοντας, λιέγης, λίζιο
  • коса στα ελληνικά - κοτσίδα, ρελιάζω, πλέκω, δρεπάνι, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, ...
  • куріпок στα ελληνικά - κότα, πέρδικες, οι πέρδικες, τις πέρδικες, πέρδικας
Τυχαίες λέξεις
Стосовно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπου, για, περί, σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά