Стрільба στα ελληνικά
Μετάφραση: стрільба, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπυρσοκρότηση, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вулканічний στα ελληνικά - ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό
- дарма στα ελληνικά - τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία
- зняти στα ελληνικά - αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
- материки στα ελληνικά - ηπείρους, ηπείρων, τις ηπείρους, ήπειροι
Τυχαίες λέξεις
Стрільба στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων