Λέξη: χυτήριο

Σχετικές λέξεις: χυτήριο

χυτήριο χρυσού, χυτήριο αλουμινίου, χυτήριο corpus christi, χυτήριο εστιατόριο, χυτήριο theatre & art cafe, χυτήριο επεισόδια, χυτήριο μολύβδου, χυτήριο θέατρο, χυτήριο χρυσή αυγή, χυτήριο μετάλλων

Συνώνυμα: χυτήριο

χύτης, υψικάμινος, χώνευση

Μεταφράσεις: χυτήριο

χυτήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foundry, smelter, smelting furnace, casting, the foundry

χυτήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
forja, fundición, de fundición, fundición de, la fundición, de la fundición

χυτήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gießerei, fertigungsanlage, Gießerei, Giesserei

χυτήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonte, fonderie, de fonderie, la fonderie, fonderie de, fonderies

χυτήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fonderia, fonderia di, fonderie, di fonderia, da fonderia

χυτήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fundição, de fundição, fundição de, foundry, fundições

χυτήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gieterij, gieterijen, de gieterij, voor gieterijen

χυτήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
литейная, плавильня, литье, литейный цех, литейный завод, литейного

χυτήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støperi, støpe, støperiet, produsent

χυτήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gjuteri, gjuteriet, gjutnings

χυτήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valimo, Foundry, valimon, valimossa, valimo-

χυτήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støberi, støberier, støbning, støberiet, støbe-

χυτήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lití, slévárna, slévárenství, slévárenské, slévárny, slévárenský

χυτήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odlewnia, odlewnictwo, gisernia, huta, odlewnicze, odlewni, odlewniczy, odlewniczego

χυτήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öntöde, öntödei, Foundry, ontoto, fémöntéshez

χυτήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dökümhane, döküm, dökümhanesi, foundry, Dökme

χυτήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ливарна, лиття, плавильня, литво, чавуну, литті, литье

χυτήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkritore, fonderi, uzinë, shkritore e, uzinë të

χυτήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леярна, леярски, леярско, леярно, леене

χυτήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліццё, ліцця, ліцці, ліцьцё

χυτήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valukoda, kärnide, sulatus, valukoksi, vormikastid

χυτήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
livnica, ljevaonica, ljevaonicama, u ljevaonicama, ljevaonice, ljevaonici

χυτήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steypa

χυτήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liejykla, liejimo, liejyklų, foundry, liejyklos

χυτήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietuve, liešanas, liešanai, lietuves, metāllietuves

χυτήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
леарница, леење, леарски, лиење, леење во

χυτήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
turnătorie, de turnătorie, turnare, turnatorie, de turnare

χυτήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
livarna, livarski, livarne, livarstvo, foundry

χυτήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlieváreň, zlievareň, slévárna, zlievarne

Στατιστικά δημοτικότητας: χυτήριο

Τυχαίες λέξεις