Стукнути στα ελληνικά

Μετάφραση: стукнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρόντος, κρότος, βροντώ, πάταγος, κροτώ, γδούπος, Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang
Стукнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безумовно στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, οπωσδήποτε, βέβαιο
  • затоплювати στα ελληνικά - ξεχειλίζω, υπερχείλιση, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, πλημμύρες, τις πλημμύρες
  • захистити στα ελληνικά - αμύνομαι, υπερασπίζομαι, προστατεύω, υπερασπίζω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, ...
  • комору στα ελληνικά - αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
Τυχαίες λέξεις
Стукнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρόντος, κρότος, βροντώ, πάταγος, κροτώ, γδούπος, Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang