Стурбувати στα ελληνικά
Μετάφραση: стурбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- віртуозність στα ελληνικά - βιρτουόζος, δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνίας, τη δεξιοτεχνία, η δεξιοτεχνία, βιρτουοζιτέ
- залоскотати στα ελληνικά - γαργαλίζω, zaloskotaty
- корж στα ελληνικά - συνενώνω, κατατάσσομαι, συνδέω, ενώνω, κέικ, τούρτα, κέϊκ, ...
- коштовність στα ελληνικά - τιμή, προστυχαίνω, εκτιμώ, αξία, κόσμημα, στολίδι, κοσμήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Стурбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση