Суб'єкта στα ελληνικά
Μετάφραση: суб'єкта, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέα, συμβαλλόμενος, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дилерський στα ελληνικά - έμπορος, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπεία, διανομής, εμπορικής αντιπροσωπεύσεως, εμπορικής αντιπροσώπευσης
- дисциплінуйте στα ελληνικά - φρονηματίζω, κολάζω, τιμωρώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- кидання στα ελληνικά - εξακοντίζω, ρίχνω, ρίψη, ρίχνουν, ρίψης, ρίχνοντας, πετώντας
- конюшина στα ελληνικά - τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
Τυχαίες λέξεις
Суб'єкта στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέα, συμβαλλόμενος, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Μεταφράσεις: παρέα, συμβαλλόμενος, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται