Συμβαλλόμενος στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суб'єкт, партійний, особа, суб'єкта, загін, група, контрактація
Συμβαλλόμενος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος

συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμβαλλόμενος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμβάν στα ουκρανικά - случай, подія, залягання, місцезнаходження, поширення, подію, обставина
  • συμβαίνω στα ουκρανικά - статися, попадатись, траплятися, виявлятись, зустрінути, трапитися, бувати, ...
  • συμβατικός στα ουκρανικά - звичайний, пересічний, умовний, звичний, звичайна, простий
  • συμβατός στα ουκρανικά - сумісний, сполучний, сумісного, сумісному
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: суб'єкт, партійний, особа, суб'єкта, загін, група, контрактація