Сумовитий στα ελληνικά
Μετάφραση: сумовитий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελαγχολικός, απαισιόδοξος, μακρύς, φεγγάρι, ζοφερός, φωτερό, μεγάλος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безжалісний στα ελληνικά - απομακρυσμένος, απόμακρος, άσπλαχνος, ψυχρός, απόκεντρος, ανελέητος, αδίστακτος, ...
- бринькніть στα ελληνικά - brynknit
- білястий στα ελληνικά - Whitey, Ασπρούλη
- випадковість στα ελληνικά - ενδεχόμενο, θύμα, ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Сумовитий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελαγχολικός, απαισιόδοξος, μακρύς, φεγγάρι, ζοφερός, φωτερό, μεγάλος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Μεταφράσεις: μελαγχολικός, απαισιόδοξος, μακρύς, φεγγάρι, ζοφερός, φωτερό, μεγάλος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή